- υπαρκτικός
- -ή, -ό / ὑπαρκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη2. φρ. «υπαρκτικά ρήματα»γραμμ. ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, όπως είναι λ.χ. τα είμαι, υπάρχω, υφίσταμαιαρχ.αυτός που υπάρχει, πραγματικός («ὑπαρκτικὴν εἶναι τὴν μαθηματικὴν ἐπιστήμην», Γαλ.).επίρρ...ὑπαρκτικῶς Μκατὰ τρόπο υπαρκτικό.
Dictionary of Greek. 2013.